Новогреческий словарь
τσελιγκόπουλο
τσελιγκόπουλο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσελιγκόπουλο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αντισμήναρχος
—
αεροπειρατεία
—
ωκεανολογικός
—
υλοτομώ
—
πλοιοκτησία
—
υετογράφος
—
ηθικότητα
—
ωογόνο
—
εσοδεύω
—
πυρομανία
—
αξιολογία
—
συλλυπητήριο
—
κακιώνω
—
θύρα
—
στάθμευση
—
πτωμαΐνη
—
βραδυπόρος
—
ψωμοζήτης
—
μακροημερεύω
—
ανηφόρι
—
μονόχηλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,