|
το миндальное масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миндальное масло? — πικραμυγδαλόλαδο как с (ново)греческого переводится слово πικραμυγδαλόλαδο? — миндальное масло — ωκεανολογικός — μουστερής — βιαιοπάθεια — ολιγοδάπανος — εισπρακτέος — προνομιούχος — εύχρους — σκροφούλα — ξωκκλήσι — υπερόπτης — σουλτανικός — προεξοφλητός — εξόριστος — κακοφημία — εισηγητής — κωλάντερο — δυσπρόσβλητος — χνόαση — λαχίδι — αφανέρωτος — αρθρίδιο |
|||