|
ο индюк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индюк? — κούρκος как с (ново)греческого переводится слово κούρκος? — индюк — αμετάφερτος — διαβιβαστικός — ενδοσκοπώ — αυτοκόλληση — ανασκέλωμα — δέρνω — πλεμόνι — εκδοχεύς — ασβεστοπωλείο — μερικεύω — ψιθυρισμός — αποσαρκώνομαι — ελικώδης — πολιορκητής — πινακωτή — κλινικά — ευλογιακός — Ρωμιός — στεγνός — γέλιο — πινιά |
|||