Новогреческий словарь
υπεισήχθην
υπεισήχθην
παθ. αόρ. от υπεισάγω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπεισήχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συνδιαλλαχτικός
—
ηθικοθρησκευτικός
—
θηκάρι
—
ελασματοποίηση
—
πανάκεια
—
αραξοβολώ
—
τρίτον
—
ανήλιαστος
—
πετρολογία
—
ποντιάζω
—
ψώρας
—
ξελαγαρίζω
—
υπνώττω
—
θεόπεμπτος
—
εξώθησις
—
πλεονέκτης
—
δυσαπάτητος
—
νεφροσκλήρυνση
—
συγκαιρινός
—
ανυπόκριτος
—
βλητρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве