|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηλικιακός? — — αντίλαμψη — βουδδικός — διηθουμαι — κονδυλοφόρος — αιμάσσω — νεροχελώνα — σύλληπτρα — σουλτανικός — αιγίδα — αποζώ — συναδελφικότητα — ρογχάζω — ανώμοτος — διατηρήσιμος — τιτάνιο — κοπή — μπαλάσκα — αδεξιότητα — λειβαδότοπος — απάμπελο — μελιτζανάκι |
|||