|
αι скаленды; === παραπέμπω εις τάς ελληνικός ~ας — откладывать до греческих календ, откладывать в долгий ящик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скаленды? — καλένδαι как с (ново)греческого переводится слово καλένδαι? — скаленды — λυσσάζω — υφαντική — ρεπούμπλικα — ασβεστόχρισμα — χρυσομάλλούσα — σωληνωτός — βεραντούλα — αχυρόπλινθος — αφθόνητος — χρεώβαρο — μυθολόγος — αστυφύλακας — νυκτοφύλακας — αιμοφορία — φιλικά — ασκάθαρος — μηδενικούρα — ανάκανθος — νιόσκαφτος — κυπαρισσόμηλο — ναυτολογικός |
|||