|
относящийся к сану священника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к сану священника? — εφημεριοκός как с (ново)греческого переводится слово εφημεριοκός? — относящийся к сану священника — αμπάρι — κακονυχτώ — φοβία — ντροπιαστικά — χαλιναγώγηση — διεγείρω — ενδεκάδα — ζηλοτυπικός — καταλαλάω — ηλικιώνομαι — Φαίη — τεκμηριώνω — παξιμάδιασμα — αποκορυφώνω — ενεργοποιώ — βακχεύτρια — ντεμοντέ — ξερόβρυση — μεταχείριση — θεσμοδοτώ — συχνουρία |
|||