|
ο родитель, отец; οι ~έοι или ~είς — родители; === πείνα καί τών ~έων — сильный голод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родитель? — γονέας как на (ново)греческом будет слово отец? — γονέας как с (ново)греческого переводится слово γονέας? — родитель, отец — γρανίτσα — απογίνομαι — γυναικομάνι — απροσποίητος — αγρύπνημα — ευμενώς — αζάς — παράτυφος — ευνουχία — στροβιλοαντιδραστήρας — εξουσιοδότηση — καραβόσκυλο — πολυθρύλητος — χαλκεύω — αυξομειούμαι — έλιπον — αραβοποίκιλμα — άμεμπτα — γαμιαίος — φαρμακολογία — ενδεκάμηνος |
|||