|
недавний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недавний? — αποτωρινός как с (ново)греческого переводится слово αποτωρινός? — недавний — γαλότζα — σύνηθες — ηλεκτροπαραγωγός — βλενόρροια — αποστομωτικός — σομμιέ — νοομάντής — αρύταινα — αφέλεια — ορμήνεια — ανάζερβη — ανατεθειμένος — αγρίνιαστα — κακογραφία — τροφοδοσία — ξοδιάζω — σφουγγάρισμα — παραφέρω — άσκυφτος — παγώνω — αλγομανία |
|||