|
ο матрос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово матрос? — μαρνέρος как с (ново)греческого переводится слово μαρνέρος? — матрос — οστεοπόρωση — στρόφιγξ — γκιουβετσάδο — αναγκαστικός — γυναικοκαυγάς — κατάστικτος — σαγματοποιείο — ανέμισμός — χρεωκοπικός — φωτεινός — τσίρκο — αποφλεγματίζω — εργοδότης — χωριατοπούλα — ξανθότητα — παραδεισιακά — χάψιμο — στοκάρω — ναυτοδικείο — σαθρότητα — ύδρευμα |
|||