|
το поводок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поводок? — λητάρι как с (ново)греческого переводится слово λητάρι? — поводок — υπερίσχυση — καλαθοσφαίριση — ελευτερώνω — πρωτοδιορισμένος — σύντριψη — σκληρίζω — χαλικώδης — ψηλά — κατσαρολάκι — απελπισμένος — γροθοπατινάδα — αναβαθμίς — Ι — ακρόδεσμος — νικέλινος — θανατοφοβία — καντήλα — εμφύτευση — ψιάθινος — συνυπηρετώ — διακαπηλεύω |
|||