δενδροειδ|ής

формы словаβ
δενδροειδ|ής
древовидный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово древовидный? — δενδροειδής
как с (ново)греческого переводится слово δενδροειδής? — древовидный


διακοσιαπλάσιοςμεταγένεσιςπαραχρήμαπαγοδρόμιοτρυγόνακωμωδιοποιόςοδηγικόςπάθοςελεύθεροςπρωτοκόλλησηευκαιρώνωμνήστευσηεξομοίωσηδευτεραγωνίστριααχαραχτήριστοςελαφροκέφαλοςστομώνωσημαδιακόςουρηθρίτιδαπεριοδικόςἄφατος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit