|
древовидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древовидный? — δενδροειδής как с (ново)греческого переводится слово δενδροειδής? — древовидный — διακοσιαπλάσιος — μεταγένεσις — παραχρήμα — παγοδρόμιο — τρυγόνα — κωμωδιοποιός — οδηγικός — πάθος — ελεύθερος — πρωτοκόλληση — ευκαιρώνω — μνήστευση — εξομοίωση — δευτεραγωνίστρια — αχαραχτήριστος — ελαφροκέφαλος — στομώνω — σημαδιακός — ουρηθρίτιδα — περιοδικός — ἄφατος |
|||