Новогреческий словарь
μαιευτικός
μαιευτικός
1)
акушерский
;
2) филос.
мэевтический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
акушерский
? —
μαιευτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
мэевтический
? —
μαιευτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαιευτικός
? — акушерский, мэевтический
#
(ново)греческий словарь
—
νομισματοσυλλέκτης
—
γυμνοσάλιαγκας
—
ριγανόλαδο
—
αμβλυντικός
—
υδροκέφαλος
—
δασμολογία
—
εξόφληση
—
στέμφυλον
—
υμενοειδής
—
εκλεύκανση
—
παινεμένος
—
λιρέττα
—
εκπωμάτωση
—
στάχωμα
—
επαγγελία
—
σφαιρωτός
—
σταχτοκουλούρα
—
γερακομύτης
—
θαλασσινομανιταρόσουπα
—
αήττητος
—
ακριβολόγημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве