|
беспрерывно; без пропуска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспрерывно? — ανελλιπώς как на (ново)греческом будет слово без пропуска? — ανελλιπώς как с (ново)греческого переводится слово ανελλιπώς? — беспрерывно, без пропуска — σύγκορμος — κοιλιόδεσμος — σκολιότητα — ωτοπλασία — κρετινισμός — βούκα — αλλαξοπιστώ — χειροβολώ — ένταξη — ανατάραγμα — ανεπηρέαστος — πιστοποιούμαι — δήξη — παραστέγοσμα — διφθογγοποίηση — άμιλλα — Ιλλυρία — προγνωστικό — εικονόφιλος — δίαρχία — ορθοπεδικός |
|||