Новогреческий словарь
ανελλιπώς
ανελλιπώς
беспрерывно; без пропуска
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беспрерывно
? —
ανελλιπώς
как на
(ново)греческом
будет слово
без пропуска
? —
ανελλιπώς
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανελλιπώς
? — беспрерывно, без пропуска
#
(ново)греческий словарь
—
πιπιλίζω
—
τραπεζογραμμάτιο
—
κειμηλιοθήκη
—
καθεύδω
—
νεόλεκτος
—
ενετήρ
—
καλαμπουριστής
—
ξαναγαπίζω
—
απηλογιέμαι
—
κερδισμένος
—
υαλογράφος
—
αγγειόπλυμα
—
πανημερία
—
μικροκλέπτης
—
θαλασσομαχία
—
λαδόκονο
—
γυμνάσιο
—
γειτνιάζω
—
κομιτεία
—
ραδιουργώ
—
ματαιόσχολος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве