|
ο церк. исповедник, духовник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедник? — ξαγοράρης как на (ново)греческом будет слово духовник? — ξαγοράρης как с (ново)греческого переводится слово ξαγοράρης? — исповедник, духовник — ανδρών — ορυκτέλαιο — κωλόκουρο — σπασμολυτικός — ανασυγκροτικός — υμνολόγος — καταδνώκομαι — κάλεσμα — ξινούδι — έκραξα — μουχαπέτι — καταφατικός — εμψυχωτικός — τηλεφωνείο — λαγοκοιμιούμαι — ληστοφυγόδικος — μπόχα — αναπολούμενος — κρυάδα — λογιωτάτη — χιονοστέφανο |
|||