|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοσηρώς? — — ηρεμιστικός — γαλήνευμα — κιβώτιο — σερπετό — αναψυχώνομαι — νότσικα — προσαρμοστικός — διαλλάττω — ισοσκέλιση — απελεύθερος — αγκυρώνω — αγοθούλης — κάκιωμα — συμπυρσοκρότησις — απόβαση — πλατύρρυγχος — τεκμήριο — διέδραμον — βρογχίδιο — προσδιοριστικός — πολυζώητος |
|||