|
(-ακος) ο ров, канава #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ров? — χάνδαξ как на (ново)греческом будет слово канава? — χάνδαξ как с (ново)греческого переводится слово χάνδαξ? — ров, канава — ελλόγος — αεριώδης — σαλαμούρα — κακκαδιάζω — κατίσχυση — πλεονέχτρα — υπερακριβής — προσήμανση — μπαρμπέρικο — αλληλοφαγωμός — χολοσκάζω — όστρακο — αξεδιάλυτος — αρχιτέχτονας — ραχοκοκκαλιά — τηλεόραση — νεώσοικος — παρακολούθηση — πολυπειρία — χαμηλούτσικος — ωταρία |
|||