Новогреческий словарь
χάνδαξ
χάνδαξ
(-ακος) ο
ров, канава
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ров
? —
χάνδαξ
как на
(ново)греческом
будет слово
канава
? —
χάνδαξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
χάνδαξ
? — ров, канава
#
(ново)греческий словарь
—
ανεξακρίβωτος
—
προσφάγι
—
αντραλεύω
—
σάττω
—
πολυκτήμων
—
ξερομασώ
—
στάνταρ
—
άλυσσος
—
αδέψητος
—
ασπερούγον
—
τζαμώνω
—
απογέμιση
—
παραδίδω
—
συμφιλιωμένος
—
γουβαδάκι
—
πούστρα
—
ουρηθροσκόπηση
—
δελτιογράφηση
—
εγγύτερος
—
ταγγίζω
—
φθινοπωρινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω