|
пружинный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пружинный? — ελατηριωτός как с (ново)греческого переводится слово ελατηριωτός? — пружинный — πασχαλινά — κακότεχνος — στάχυ — καπριτσιόζος — πτωχοπροδρομικός — αλεύκαντος — διεθνιστική — μαυροφρρύδα — φουσκομάγουλος — μπακαλική — λεύκινος — άντε — ανεπικύρωτος — φροκαλιά — ουρλιαχτό — γκρεμός — προικοδότηση — φρεατίς — απέκκριση — χούφταλο — κλεισιάς |
|||