|
тускло светить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тускло светить? — αχνοφέγγω как с (ново)греческого переводится слово αχνοφέγγω? — тускло светить — αμφίδρομος — δίπτωτος — υπαρκτός — εκκοιλαίνω — ελληνόπαις — αγρυπνώ — αβέρτος — παπάρας — κατασπαράσσω — μεσάζω — θαμά — δοντόπονος — διαγράμμιση — ζουρνάς — σχιστός — απαρχής — αναγέλασμα — γερουσία — καίγομαι — ανοσιότητα — ευρωπαϊκός |
|||