|
машинного производства #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово машинного производства? — μηχανοποίητος как с (ново)греческого переводится слово μηχανοποίητος? — машинного производства — ακροβολισμένος — μεσουρανίς — μαργαριταρένιος — χαρτόδεμα — προαπόδειξη — υποζύγιος — θεσπέσιος — αποστραβώνομαι — χυτάσφαλτος — αποτεφρωτήρας — καταψυχτικός — εξοικονόμηση — χαμούρα — μακαρονοποιός — μονοήμερος — σαρμαδάκι — οπίσθια — αγγουρόνερο — τελεολογία — αγελαδοτόμαρο — αποκρουστήρας |
|||