Новогреческий словарь
κατεπείγομαι
κατεπείγομαι
торопиться, спешить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торопиться
? —
κατεπείγομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
спешить
? —
κατεπείγομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατεπείγομαι
? — торопиться, спешить
#
(ново)греческий словарь
—
πούστικος
—
καλαμοκάνης
—
απογευματινή
—
ξεσκάλωμα
—
χονδρεμπόριο
—
κάρυνος
—
αηδονολαλιά
—
βιολιτζού
—
πρασινωπός
—
ακριτολογία
—
αρνησιθρησκεία
—
μαυροπίπερο
—
συμπαραστέκομαι
—
απερικάλυπτος
—
μονήμερος
—
ονοματοποιούμαι
—
εικονοστάσιο
—
όργωμα
—
αχάραχτος
—
κοινοβουλευτισμός
—
μελώδημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве