|
η тех. печь; горн; домна; ηλεκτρική ~ — электропечь; μεταλλευτική ~ или ~ χωνευτηρίου — плавильная печь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово печь? — κάμινος как на (ново)греческом будет слово горн? — κάμινος как на (ново)греческом будет слово домна? — κάμινος как с (ново)греческого переводится слово κάμινος? — печь, горн, домна — αποναρκώνω — ελαιοδοχείο — ανεμοκίνητος — φαρμακεύω — αναβράω — άνεμος — κατασκότεινος — απροσάρτητος — διαδρομεύς — κλασσικίζω — μαλαθρακισμένος — θεσσαλικά — αμμωρυχείο — ένεση — αναζύμωση — Βραχμανισμός — ακάιον — υπεραίρω — αψήλου — μασούλισμα — ταξιθέτηση |
|||