|
το остаток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остаток? — επίλοιπο как с (ново)греческого переводится слово επίλοιπο? — остаток — κεντητός — ανατριχούμαι — επίκρουση — φαντάρος — ψιμυθίτης — τολμητίας — βιδέλλο — γρανιτικός — εξιχνίαση — γλωσσάς — μέσα — εξακουστός — μενσεβικικός — αρνησιθεία — ανεξόφλητα — εφήβαιο — ισιώνω — δεσποσύνη — καρνέ — αναθεωρητής — σκευοφύλακας |
|||