|
η 1) подножка; ρίχνω κάποιον μέ ~ или βάζω ~ σέ κάποιον — давать подножку кому-л.; === βάζω ~ές — строить козни, чинить препятствия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подножка? — τρικλοποδιά как с (ново)греческого переводится слово τρικλοποδιά? — подножка — αργυροκέντητος — εξόρμιση — εορτάζων — δάχτυλας — εξοχωτάτη — κατάγομαι — περίεργος — καραπουτάνα — γελιέμαι — πρωτόγραφο — πετρώδης — ανασήκωμα — φθογγολογικός — μαλακτήρας — δίσεκτος — λαμποκοπώ — κρανιακός — βούϊσμα — πτήσσομαι — ξάστερος — άκαιρος |
|||