|
η аппетитность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аппетитность? — ορεκτικότητα как с (ново)греческого переводится слово ορεκτικότητα? — аппетитность — ώσπου — όα — ευρύστομος — λιανοπουλητής — τραπεζοκόμος — ζουπιστός — εμβολιάσιμος — υπέρβαση — θούριο — αρχομανής — εκβιομηχάνισμός — κολλάρος — ζατρικιστης — πενηντάρι — χρυσορραπτικός — λινόχρωμος — καταβίβαση — ανίδρυση — ξεκούτιασμα — αδίκημα — προσανατολισμένος |
|||