|
персидский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово персидский? — περσικός как с (ново)греческого переводится слово περσικός? — персидский — εθνογραφικός — μαγαγκόνι — αβερνίκωτος — ολιγόστιχος — διαγουμισμένος — γαλατομπούρεκο — αναγερμένος — αρχιτεχνίτης — χαροποιός — ανθοστοιχία — παγοπωλείο — επαγρυπνώ — παθιασμένος — προέλληνας — λόγιος — ακαταλληλία — αποσύρω — ξεδιπλώνω — καμπή — σχοίνο — υψωμός |
|||