|
туристский, туристический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово туристский? — τουριστικός как на (ново)греческом будет слово туристический? — τουριστικός как с (ново)греческого переводится слово τουριστικός? — туристский, туристический — νοσοκομείο — ορισμένος — γράμπα — σεισμός — λειώνω — εγκράτεια — αρχεγονία — κοτσονάτος — ελικοπτεροφόρος — μισαλλοδοξία — χιλιετία — αναμετρούμαι — πανευτυχής — κάτασπρος — δοτική — ωοφόρος — χανσενικός — καταληπτός — κουκκοσάλι — ιδρώτας — τριπόδι |
|||