|
неизбежный, неминуемый, неотвратимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неизбежный? — αναπόφευκτος как на (ново)греческом будет слово неминуемый? — αναπόφευκτος как на (ново)греческом будет слово неотвратимый? — αναπόφευκτος как с (ново)греческого переводится слово αναπόφευκτος? — неизбежный, неминуемый, неотвратимый — συναλλαγματοβόρος — επιβραχυντικός — αυτοκαλλιέργεια — ξεβούλωτος — γεράκι — ορμάθιση — αλεφάντης — φλόκκος — αντικρουόμενος — μεγαλοαπατεώνας — σαλαγώ — ξαλλάζω — Κρεμλίνο — αναρχοαυτόνομος — σκευωρώ — προπαίδεια — χρονικός — εκκλησιάρης — διουρητικός — ματίζω — αψαλιδιστός |
|||