|
крымский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крымский? — κριμαϊκός как с (ново)греческого переводится слово κριμαϊκός? — крымский — σταθεροποίηση — εκφράττω — αρχοντοπούλα — πάνδημος — συστάτης — τσοντάρω — εμβολιάσιμος — εξερεύνηση — κακούργημα — προσεγγιστικός — Εσταυρωμένος — εξάχρονο — σαδισμός — ημερεύω — γεροντομπασμένος — κακαδιάζω — Δεκέμβρης — τρόμπας — αυθάδικα — ρουτινιέρισσα — σκαμπαβία |
|||