|
ο вулкан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вулкан? — βουλκάνος как с (ново)греческого переводится слово βουλκάνος? — вулкан — εγκαθηλώνω — προεικασία — κλείδωμα — αποστολάτορας — καλλιτέχνημα — προφτάνω — ομογνώμων — εγκάτοικος — βαριοήσκιωτος — θρησκευόμενος — καβάλος — Αργεντινός — χρυσωρυχείο — λοιδορώ — τακτοποίηση — φυσώ — γλείφω — άφτω — δεμάτισμα — θωράκιση — Αιγυπτιώτης |
|||