|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βενζινάροτρο? — — φώλος — συνδιαλλάσσομαι — άνηθος — ξωμερίτικος — αντιανδρογόνα — προσηκόντως — ψάμμος — μετατάσσω — ευπεπτικός — μόσε! — αποτυχία — υποσυνείδητο — σύφλογο — λατύπη — ντιβανοκασέλα — κάπνα — παπάρας — εμφράκτης — ισομεγέθης — σοβατεπί — αμφοτέρωθεν |
|||