|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεροντοκοριλίκι? — — αδήλωτος — καθεαυτού — διπλανός — πολυχρόνισμα — ελαφρόπετρα — ζωομορφισμός — τρόφιμα — υπνοβατικός — ταραχτικός — άστρωτος — σπαχής — σκότιση — μακροκάνης — αδιασάφιστος — ξυλόγατα — υπολήπτομαι — ξέχωρος — ανδράποδο — ροσόλι — τοσούτος — αποσώζω |
|||