|
η 1) литература; 2) литературоведение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литература? — γραμματολογία как на (ново)греческом будет слово литературоведение? — γραμματολογία как с (ново)греческого переводится слово γραμματολογία? — литература, литературоведение — κομματικοοποιούμαι — σπουδασμένος — μπαρμπουνοφάσουλο — πλαγνοφυλακή — γλυκοκοίμισμα — κουκκί — γεωγραφικός — χιλιοστογραμμάριο — πανωλεθρία — δακρύβρεχτος — βαρυγγωμώ — επιμίσθιο — σκεύος — πλαστοπροσωπώ — ξεκλείδωμα — δενδροβάτης — υδατόμεικτος — κατανόηση — ασύνειδα — κλαρίτης — ντεκρετσέντο |
|||