|
спинномозговой; ~αία παρακέντηση — спинномозговая пункция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спинномозговой? — ενδορραχιαίος как с (ново)греческого переводится слово ενδορραχιαίος? — спинномозговой — Αγαθόφυλλο — ραδιοφωνικός — δερματίτιδα — εξιδανίκευση — έντριψη — αλεπουδάκι — καταιονίζω — Τεμπελοχώρα — πασάς — σπερματικός — μείων — αμφίκαρπος — μετροτράπεζα — χλωροφόρμιο — ευφράδης — αναζέω — πρωτοπορειακός — καταρράχτης — αινιγματικός — φραντζολάκι — παρασημοφορία |
|||