ενδορραχιαί|ος

формы словаβ
ενδορραχιαί|ος
спинномозговой;
          ~αία παρακέντηση — спинномозговая пункция



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово спинномозговой? — ενδορραχιαίος
как с (ново)греческого переводится слово ενδορραχιαίος? — спинномозговой


ΑγαθόφυλλοραδιοφωνικόςδερματίτιδαεξιδανίκευσηέντριψηαλεπουδάκικαταιονίζωΤεμπελοχώραπασάςσπερματικόςμείωναμφίκαρποςμετροτράπεζαχλωροφόρμιοευφράδηςαναζέωπρωτοπορειακόςκαταρράχτηςαινιγματικόςφραντζολάκιπαρασημοφορία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit