|
имеющий грудь; грудастый (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий грудь? — στηθωτός как на (ново)греческом будет слово грудастый? — στηθωτός как с (ново)греческого переводится слово στηθωτός? — имеющий грудь, грудастый — μάκελλα — έθεσα — σύναψη — βέβαιος — δεκαεπταέτης — λούρα — χιλιογραμμόμετρο — φαρμακεία — σκουλήκιασμα — διακοσαριά — συγχωριανός — ανέκκλητος — ξαπλωσιά — τάρταρινος — άκων — αντρόπιαστος — καταχειροκροτούμαι — πλουσιόπαιδο — παιδομορφισμός — αλογίνα — συνέπεια |
|||