|
инквизиторский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инквизиторский? — ιεροκριτικός как с (ново)греческого переводится слово ιεροκριτικός? — инквизиторский — αδυνατώ — ξεσκαλώνω — πατριωτισμός — φαρυγγικός — συμμαχητής — πηλώδης — παχύτης — αναδασώνω — φάσμα — αοριστολογικός — ιοβαφής — καπαρωμένος — απογαλάκτισμα — φοβερός — σφυρόν — όντας — βαθαίνω — ψάχνω — πολιτιστικά — μαστιχένιος — αισθηματολόγος |
|||