ιεροκριτικός

формы словаβ
ιεροκριτικός
инквизиторский



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово инквизиторский? — ιεροκριτικός
как с (ново)греческого переводится слово ιεροκριτικός? — инквизиторский


αδυνατώξεσκαλώνωπατριωτισμόςφαρυγγικόςσυμμαχητήςπηλώδηςπαχύτηςαναδασώνωφάσμααοριστολογικόςιοβαφήςκαπαρωμένοςαπογαλάκτισμαφοβερόςσφυρόνόνταςβαθαίνωψάχνωπολιτιστικάμαστιχένιοςαισθηματολόγος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit