|
η анат., бот. эпидермис, эпидерма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпидермис? — επιδερμίδα как на (ново)греческом будет слово эпидерма? — επιδερμίδα как с (ново)греческого переводится слово επιδερμίδα? — эпидермис, эпидерма — σαραντάρισσα — καρβουνιάρικο — προστριβή — λίπος — χόνδρος — χαμηλόβαθμος — παπισμός — νυχτολούλουδο — μιμητισμός — στυππείον — αναμηρυκώμαι — αλάφιασμα — συμπεθερεύω — ανθέλληνας — περιορισμένος — μίμος — ανήθικα — αρόδο — μικρόφωνο — νεοζωϊσμός — πλύμα |
|||