|
состоящий из девяти членов; ~ επιτροπή (οικογένεια) — комитет (семья)(__,__) состоящий из девяти членов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово состоящий из девяти членов? — εννεαμελής как с (ново)греческого переводится слово εννεαμελής? — состоящий из девяти членов — ευμετάθετος — υπνολάλος — γροθοκοπανάω — οκνηρία — ισοπαλία — αδιαφόρετος — ένστικτος — φύτρα — ανατομικώς — συκολός — τραμουντάνα — βρισιάρης — φαγοκυττάρωση — προεκλογικός — εμπορεύομαι — μοιχικός — απελευθερώνω — παραδουλεύτρα — είσαστε — υποκριτικός — χορωδιακός |
|||