|
το марена (растение и краска) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марена? — λιζάρι как с (ново)греческого переводится слово λιζάρι? — марена — υπερκαλύπτω — θεσμός — παρεκτρέπομαι — αφύπνιση — γαμψός — δυσκαταμάχητος — αγγλόφωνος — μηλιόρα — αντιπαράταξη — οξύχολος — γιαγλίδικος — σπορευτής — αναρπαγή — ακλήρως — κοπέλλι — αμαξοποιός — δίσεχτος — τσοκολάτα — ανόητος — στυφίζω — αναλόγι |
|||