Новогреческий словарь
δαρμός
δαρμός
ο 1)
побои, порка
;
2)
драка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
побои
? —
δαρμός
как на
(ново)греческом
будет слово
порка
? —
δαρμός
как на
(ново)греческом
будет слово
драка
? —
δαρμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαρμός
? — побои, порка, драка
#
(ново)греческий словарь
—
σταματάω
—
φυτοπλαγκτόν
—
μαρτιάτικα
—
ασύνειδα
—
τσακώνομαι
—
ποικιλοτρόπως
—
Εσθονή
—
αφιονόσπορος
—
οδικός
—
απολυταρχικός
—
μετασχηματισμένος
—
αψάδα
—
προγραμματισμένος
—
ανελλιπώς
—
πρόσκομμα
—
ψαροχώρι
—
παγοκρύσταλλος
—
απόταξη
—
αυτοκινησία
—
φυσιολογικός
—
επισπαστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,