|
ο 1) побои, порка; 2) драка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово побои? — δαρμός как на (ново)греческом будет слово порка? — δαρμός как на (ново)греческом будет слово драка? — δαρμός как с (ново)греческого переводится слово δαρμός? — побои, порка, драка — καλπασμός — προάσπιση — ξεκαλοκαιριάζω — καταπόρφυρος — προκάρδιο — βρετκά — κάρωση — δαγγειόπληκτος — Επτανήσιος — ευκολοδούλευτος — θεότρελος — δωρώ — τσιατάλι — απαθανάτιση — απαιτητός — κατοπτρισμός — εσπευσμένα — στυλιάρι — σκουράντζος — αγωνιστής — εξουθένωση |
|||