|
натягивать (канат и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натягивать? — τεζάρω как с (ново)греческого переводится слово τεζάρω? — натягивать — φυσιοθεραπευτής — στατικός — σύμφορος — αντικερί — πισωκέντης — ψάχνω — ξεναγούμενος — Γάλλος — κλάμα — εγκλείστως — αλλοιωτός — πρασινομάτης — ελλογιμότητα — απειρία — ξεμπρόστιασμα — ιπποφάγος — εξυπνοπούλι — εργοδότης — ξεχόλιασμα — επίτομος — καρδιοχειρουργός |
|||