|
1) керамический; 2) гончарный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово керамический? — κεραμικός как на (ново)греческом будет слово гончарный? — κεραμικός как с (ново)греческого переводится слово κεραμικός? — керамический, гончарный — αλματικός — αποσυγκέντρωση — ανέψητος — γιατροκομω — αιτώ — ενδεκαετής — μετάταξη — ροζ — εκχωρώ — επικυρωμένος — μαγικά — απαιτητικός — ατέντωτος — αλμευτής — αναθρεπτός — ασχιστός — ξεψαρώνω — αιμορροφιλία — μανταρίστρια — καλαίσθητος — παραλογάω |
|||