|
просто; просто-напросто (разг.); είναι ~ αδύνατο — [phrase]это просто невозможно[/phrase]; αυτός είναι ~ βλάκας — он просто дурак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просто? — απλούστατα как на (ново)греческом будет слово просто-напросто? — απλούστατα как с (ново)греческого переводится слово απλούστατα? — просто, просто-напросто — προσεγγίζω — καυτήρι — καταπίστομα — αλληλοσφάζομαι — φουρτούνιασμα — σπιλιάδα — εφηβείον — δεξιοτεχνία — απαλυντικός — καπλάνι — αλεξαντρινός — αμφιδεξίως — βοναπαρτισμός — ψαλτός — γεγωνυία — κόρυμβος — ξεροσταλιάζω — μούλος — χυτοχάλυψ — διαπορία — ολισθητήρας |
|||