|
ο торговец сеном #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец сеном? — σανοπώλης как с (ново)греческого переводится слово σανοπώλης? — торговец сеном — διφθεροποιός — εύσημο — αυτοκατηγορία — επίκυψη — ηθολόγος — λαογραφικός — έγια! — χαρτομάντισσα — γηθοσύνη — αθερινιά — βρωμομαμούνα — συνυποβάλλω — συγκινητικότητα — προβληματισμός — αντιφάρμακο — οινοπότις — ανδροπρέπεια — προϊδεαστικά — στενογραφώ — λεμβούργός — ανδραγαθίζομαι |
|||