|
η вышивальщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщица? — ποικίλτρια как с (ново)греческого переводится слово ποικίλτρια? — вышивальщица — αλλαή — πρωτοβουλία — ινώδης — ολοσκόρπιστος — απαθανατίζω — συμβιβασμένος — καρποκτησία — έντρομος — μελωμένος — δέοντα — κανονικός — βαμβακοφόρος — κουνουποφάγος — μεταμορφωτής — αρχαιολάτρης — βλασφημητικός — αισθηματικά — πλατυμέτωπος — διήθηση — ξινήθρα — ουρά |
|||