|
неожиданный, внезапный, нежданный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неожиданный? — εξαφνικός как на (ново)греческом будет слово внезапный? — εξαφνικός как на (ново)греческом будет слово нежданный? — εξαφνικός как с (ново)греческого переводится слово εξαφνικός? — неожиданный, внезапный, нежданный — θέρμανση — παραψαλιδίζω — επιπεδομετρικός — οινοπνευματοποιείο — αιτιολογικό — άμισθος — συλλογικότητα — αδαημοσύνη — φουτουριστής — τράνζιτο — μαρμαρουργική — πετρελαιοφόρος — ξενοκοιτάζω — ψιλογνέθω — αποσώζομαι — μονόγραμμα — ξέρραμα — ποτάσσα — ακόμπιαστος — προγυμναστήριο — μαμαλίγκα |
|||