|
η левша (относится к объекту женского рода) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово левша? — ζερβοκουτάλα как с (ново)греческого переводится слово ζερβοκουτάλα? — левша — χηνοειδής — κυνοραίστης — διακαής — τρομαγμένος — ερωτόπλαστος — οίος — γκολέττα — δώ — ανακάτευτος — ημίονος — εξαγωγικός — αντιστικτικά — αρθριτικά — νεροβράζω — ανάταση — τράπεζα — δροσοβόλος — αντασφαλιστής — γραφογνώστης — ναζιάρα — γυναικόμορφος |
|||