|
(αόρ. (ε)λεβάρισα и (ε)λέβαρα, προστ. λέβα) мορ. тянуть, тащить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тянуть? — λεβάρω как на (ново)греческом будет слово тащить? — λεβάρω как с (ново)греческого переводится слово λεβάρω? — тянуть, тащить — βόσκημα — γυναικομανία — καρβελάκι — χρωματιστικός — παιδότοπος — αμφίκαρπος — επανασπορά — γοργοκίνητος — αμετροφαγία — τοπάρχης — ξινόγαλο — ετοιμασία — λινογραφία — άπαις — ιχνογραφία — περιοδικότητα — πάναγνος — βρομερός — ξεγύμνωμα — μολεύω — αρχοντόπαιδο |
|||