απαντητικό

формы словаβ
απαντητικό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово απαντητικό? —


πλουτοφόροςαγριλιάδιαπόρθμευσηψευτοκουλτουριάρηςδιαβιβάζωαλάδωτοςχρεόλυτρουπερκειμενικόςολονυκτίςμπιζέλιιστιοποιίαπληκτικόςεδαφογνωσίακατευφραίνωπράκτοραςβέντοηνιοχείασαρίκινανοϋλικάθεοποίησηομιλητική




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit