|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απαντητικό? — — πλουτοφόρος — αγριλιά — διαπόρθμευση — ψευτοκουλτουριάρης — διαβιβάζω — αλάδωτος — χρεόλυτρο — υπερκειμενικός — ολονυκτίς — μπιζέλι — ιστιοποιία — πληκτικός — εδαφογνωσία — κατευφραίνω — πράκτορας — βέντο — ηνιοχεία — σαρίκι — νανοϋλικά — θεοποίηση — ομιλητική |
|||