|
(-εως) η драматизация (событий и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драматизация? — δεινοποίηση как с (ново)греческого переводится слово δεινοποίηση? — драматизация — παιδοδοντίατρος — γυψοπλάστης — αεροσταθμώ — ψυχίτζα — ταπητοστρώνω — βεδούρι — στέκομαι — φανέρωμα — προτελευτώ — νόημα — οδόμετρο — αντίρρευμα — τοτέμ — μαρρόνι — αναδαμαλίζω — επαμφοτερίζων — συρμός — μπάλλος — λυπησιάρης — επίτιμος — κακοθανασία |
|||